- ἐσχατιά
- ἐσχατιά̱ , ἐσχατιάfarthest partfem nom/voc/acc dual (ionic)ἐσχατιά̱ , ἐσχατιάfarthest partfem nom/voc sg (attic doric ionic aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἐσχατιᾷ — ἐσχατιά farthest part fem dat sg (attic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εσχατιά — η (Α ἐσχατιὰ και ιων. ἐσχατιή) [έσχατος] το έσχατο μέρος ή σημείο μιας έκτασης, το τελευταίο όριο, το τέρμα, το ακραίο σημείο («εις την εσχατιάν τού χωρίου, εις τα Λιβάδια», Παπαδ.) αρχ. 1. το ακραίο, το υψιστο σημείο («ὄλβου πρὸς ἐσχατιαῑς»,… … Dictionary of Greek
εσχατιά — η 1. το τελευταίο μέρος, η άκρη. 2. τα όρια, τα σύνορα ενός τόπου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἐσχατιᾶι — ἐσχατιᾷ , ἐσχατιά farthest part fem dat sg (attic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐσχατιάν — ἐσχατιά̱ν , ἐσχατιά farthest part fem acc sg (attic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐσχατιάς — ἐσχατιά̱ς , ἐσχατιά farthest part fem acc pl (ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐσχατιαῖς — ἐσχατιά farthest part fem dat pl (ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐσχατιαῖσι — ἐσχατιά farthest part fem dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐσχατιαῖσιν — ἐσχατιά farthest part fem dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐσχατιαί — ἐσχατιά farthest part fem nom/voc pl (ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)